- κτήση
- η (AM κτῆσις, -έως, Α ιων. γεν. -ιος)1. απόκτηση, πρόσκτηση, κατοχή («χρημάτων καὶ κτημάτων κτῆσιν», Πλάτ.)2. αυτό που κατέχει κάποιος, ιδιοκτησία, περιουσία, κτήμα («κτῆσίν τε ἔχειν τῶν χρυσείων μετάλλων ἐργασίας», Θουκ.)νεοελλ.ξένη χώρα που κατέχεται από κάποιο κράτος και στην οποία αυτό ασκεί δικαίωμα κυριαρχίας («οι αγγλικές κτήσεις»)αρχ.συν. στον πληθ. αἱ κτήσειςα) (περιλπτ.) κτήματα, περιουσίαβ) αγροτικά κτήματα, επαύλεις, υποστατικά, αγροί («ἀνδράποδα ὅσα κατέλιπον ἐπὶ τῶν κτήσεων», Δίον. Αλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κτη- (πρβλ. κτή-σομαι, μέλλ. τού κτῶμαι) + κατάλ. -σις (πρβλ. πτή-σις, ρή-σις)].
Dictionary of Greek. 2013.